- βυρτσίζω
- βλ. βουρτσίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βουρτσίζω — (Μ βουρτσίζω και βυρτσίζω) 1. καθαρίζω κάτι με βούρτσα 2. γυαλίζω κάτι με βούρτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. βουρτσίζω, το μσν. βυρτσίζω πιθ. < αρχ. βύρσα*] … Dictionary of Greek
βούρτσα — η 1. απλό όργανο καθαρισμού ή στίλβωσης, το οποίο αποτελείται από ισομήκεις τρίχες ή σύρματα κατακόρυφα προσαρμοσμένα σε κατάλληλη βάση 2. φρ. «μαλλιά σαν βούρτσα» ή «μουστάκι σαν βούρτσα» σκληρά και όρθια 3. πινέλο για βάψιμο, χρωστήρας. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek